- μαζικοποίηση
- η [μαζικός](για πολιτικό κόμμα ή άλλη πολιτική ή κοινωνική οργάνωση) η απόκτηση μεγάλου αριθμού οπαδών με τη διεύρυνση τού πνεύματος τών κανόνων λειτουργίας και τής πολιτικής ώστε αυτά να γίνουν προσιτά από όσο το δυνατόν ευρύτερες λαϊκές μάζες («η μαζικοποίηση τών σωματείων»).
Dictionary of Greek. 2013.