μαζικοποίηση

μαζικοποίηση
η [μαζικός]
(για πολιτικό κόμμα ή άλλη πολιτική ή κοινωνική οργάνωση) η απόκτηση μεγάλου αριθμού οπαδών με τη διεύρυνση τού πνεύματος τών κανόνων λειτουργίας και τής πολιτικής ώστε αυτά να γίνουν προσιτά από όσο το δυνατόν ευρύτερες λαϊκές μάζες («η μαζικοποίηση τών σωματείων»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ρεμπέτικος — η, ο, Ν [ρεμπέτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ρεμπέτη 2. αυτός που ταιριάζει στο ρεμπέτη 3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το ρεμπέτικο και τα ρεμπέτικα μουσ. ονομασία με την οποία έγινε ευρύτερα γνωστό το αστικό λαϊκό τραγούδι που… …   Dictionary of Greek

  • Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”